καταφλογούμαι

καταφλογούμαι
καταφλογοῡμαι (Μ)
(επιτ. τ. τού φλογούμαι) κατακαίγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φλογοῦμαι «καίγομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”